- διαχρώμαι
- διαχρῶμαι (-άομαι) (αποθ.) (AM)αρχ.-μσν.(με αιτ.) θανατώνω, φονεύωαρχ.1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως2. λέω την αλήθεια3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» — μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα4. (σε παθητικές καταστάσεις) συναντώ, υποφέρω5. μεταχειρίζομαι, καταναλώνω, καταστρέφω, φονεύω6. μέσ. φθείρομαι, εξαντλούμαι7. δίδομαι ως δάνειο («κατά διακοσίας δὲ καὶ τριακοσίας ὁμοῡ τι τάλαντον διακεχρωμένον», Δημ.)3. ενεργ. αποκαλύπτω με χρησμό.
Dictionary of Greek. 2013.